- ακροκέραμος
- Διακοσμητικό στοιχείο, πήλινο ή μαρμάρινο, που τοποθετούσαν στους αρχαίους ελληνικούς, ετρουσκικούς και ρωμαϊκούς ναούς, στις άκρες των κεραμιδιών. Με την ίδια λέξη χαρακτηρίζεται και το κεραμίδι, με το οποίο αποτελούσε ένα σώμα. Τα διακοσμητικά τους θέματα ήταν συνήθως άνθη, πουλιά, γοργόνες, γρύπες, αλλά και μυθολογικές μορφές: Σειληνοί, Μαινάδες κ.ά. Οι ανθεμωτοί α. αποτελούσαν στα νεότερα χρόνια χαρακτηριστικό στοιχείο των αθηναϊκών νεοκλασικών κτιρίων, και στεφάνωναν συνήθως την πρόσοψη τους σαν γιρλάντα.
Ακροκέραμος του 5ου αι. π.Χ. που απεικονίζει κεφάλι γοργόνας (Μουσείο Συρακουσών).
* * *ο και ακροκέραμο, τοκεραμίδι ειδικού σχήματος που τοποθετείται στις άκρες τής στέγης ή τις γωνίες τών αετωμάτων για διακοσμητικούς σκοπούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο- (Ι) + κέραμος].
Dictionary of Greek. 2013.